- υλοζωιστής
- ο, θηλ. υλοζωίστρια, Νοπαδός τού υλοζωισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < υλοζωία + -ιστής*. Η λ., στον λόγιο πληθ. τ. ὑλοζωϊσταί, μαρτυρείται από το 1889 στον Θ. Ι. Μιχαλόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υλοζωιστής — ο ο οπαδός του υλοζωισμού (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)